μηλοκόμος

μηλοκόμος
μηλο-κόμος, Schafe pflegend

Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μηλοκόμος — μηλοκόμος, δωρ. τ. μαλοκόμος, ον (Α) αυτός που εκτρέφει πρόβατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μήλον (ΙΙ) «πρόβατο» + κομος (< κομῶ «ασχολούμαι, φροντίζω»), πρβλ. γηρο κόμος, ιππο κόμος] …   Dictionary of Greek

  • μήλον — (I) το (ΑΜ μῆλον, Α δωρ. και αιολ. τ. μᾱλον) βλ. μήλο. (II) μῆλον, βοιωτ. τ. μεῑλον, τὸ (Α) 1. πρόβατο ή αίγα («μὴ πού τις ἀτασθαλίῃσι κατιῇσιν ἢ βοῡν ἠέ τι μῆλον ἀποκτάνῃ», Ομ. Οδ.) 2. ταύρος 3. στον πληθ. α) αιγοπρόβατα β) ποίμνιο γ) αγέλη ζώων …   Dictionary of Greek

  • μαλοκόμος — μαλοκόμος, ον (Α) (δωρ.τ.) βλ. μηλοκόμος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”